- υφηγητήρ
- -ῆρος, ὁ, Αοδηγός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφηγοῦμαι + κατάλ. -τήρ*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑφηγητῆρα — ὑφηγητήρ masc acc sg ὑφηγητής guide masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφηγητῆρας — ὑφηγητήρ masc acc pl ὑφηγητής guide masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφηγητῆρι — ὑφηγητήρ masc dat sg ὑφηγητής guide masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφηγητῆρος — ὑφηγητήρ masc gen sg ὑφηγητής guide masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)